εννιαπλασιασμός

εννιαπλασιασμός
εννιαπλασιασμός, ο και εννεαπλασιασμός, ο
ο πολλαπλασιασμός πράγματος επί εννέα, το να γίνεται κάτι εννιαπλάσιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”